ενθρονιάζω

ενθρονιάζω
μετ. возводить на трон, на престол;

ενθρονιάζομαι — водворяться, обосновываться


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "ενθρονιάζω" в других словарях:

  • ενθρονίζω — και ενθρονιάζω (AM ἐνθρονίζω) [ένθρονος] 1. (για ηγεμόνες ή επισκόπους) εγκαθιστώ κάποιον ηγεμόνα, ανεβάζω στον θρόνο 2. μέσ. ενθρονίζομαι θρονιάζομαι, εγκαθίσταμαι και παραμένω κάπου απρόσκλητος παριστάνοντας τον αρχηγό μσν. 1. καθαγιάζω,… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»